- πάτη
- πατέωeatpres imperat act 2nd sg (doric aeolic)πατέωeatimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πατῇ — πατέομαι eat pres subj mp 2nd sg πατέομαι eat pres ind mp 2nd sg πατέω eat pres subj mp 2nd sg πατέω eat pres ind mp 2nd sg πατέω eat pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάτη — trick fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱πάτη , ἀπατάω cheat imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀπατάω cheat pres imperat act 2nd sg (doric) ἀ̱πάτη , ἀπατάω cheat imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἀπατάω cheat pres imperat act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπάτη — deceit fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐξαπατάω deceive pres imperat act 2nd sg (doric) ἐξαπατάω deceive pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἐξᾱπάτη , ἐξαπατάω deceive imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἐξαπατάω deceive pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Верхняя Македония — Македонское царство Верхняя Македония (греч. Άνω Μακεδονία) или Македония верхнего Алиакмона (греч. άνω Αλιάκμων Μακεδονίαν) исторический регион включавший в себя западные области … Википедия
HYPATE — Graece Υ῾πάτη, locus τῆς Αἰνιακῆς χώρας, apud Aristot. in Admirandis c. 130. de quo vide Salmas. ad Solin. p. 286. ubi Camertem, ex Hypate Ins. Herculem Geryonis boves abduxise contendentem, paucis refellit. Hypaea vero, una Stoechadum est, de… … Hofmann J. Lexicon universale
ορμητήριο — το (ΑΜ ὁρμητήριον και δωρ. τ. ὁρματήριον) οχυρή θέση από την οποία εξορμά κανείς για πολεμική επιχείρηση ή για θαλάσσια επιδρομή νεοελλ. ναυτ. πρόσκαιρη ή μόνιμη βάση αγκυροβολίας και ανεφοδιασμού τού στόλου αρχ. 1. μέσο για διέγερση ή για… … Dictionary of Greek
ψαλτήρι(ο) — το / ψαλτήριον, ΝΜΑ εκκλ. το βιβλίο Ψαλμοί της Παλαιάς Διαθήκης, η Βίβλος Ψαλμών νεοελλ. 1. ανατ. πέταλο διασταυρούμενων νευρικών ινών τού εγκεφάλου 2. μτφ. επίμονα παράπονα ή συνεχείς επιπλήξεις αρχ. 1. κατηγορία έγχορδων μουσικών οργάνων που… … Dictionary of Greek
Σολωμός, Διονύσιος — Έλληνας ποιητής (Ζάκυνθος 1798 Κέρκυρα 1857). Σε ηλικία δέκα ετών, ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του, τον έστειλε ο κηδεμόνας του στην Ιταλία, όπου έμεινε δέκα χρόνια, κατά τα οποία φοίτησε σε σχολεία διαφόρων πόλεων (Βενετία, Κρεμόνα,… … Dictionary of Greek